- Πόληας
- Πόλιςcityfem acc pl (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πόληας — πόλις city fem acc pl (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιστρωφώ — ἐπιστρωφῶ, άω (Α) 1. επισκέπτομαι, συχνάζω σε έναν τόπο («θεοί... ἐπιστρωφῶσι πόληας», Ομ. Ιλ.) 2. συχνάζω κάπου, μπαινοβγαίνω («δῶμ’ ἐπιστρωφωμένου», Αισχύλ.) 3. έρχομαι κάπου («πόθεν γῆς τῆσδ’ ἐπιστρωφᾷ πέδον;», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί +… … Dictionary of Greek